Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Ερωτικά ήθη και σεξουαλικές συμπεριφορές στην αρχαία Ελλάδα του Βασιλείου Π. Βερτουδάκη




                 Ερωτικά ήθη και σεξουαλικές συµπεριφορές στην Αρχαία Ελλάδα
Το θέµα της εισήγησής µου είναι ο έρωτας και οι εκδηλώσεις του στην ελληνική αρχαιότητα. Σκέφτηκα, αντί άλλης εισαγωγής, να σας βάλω στο θέµα αφηγούµενός σας ένα µύθο. Πρόκειται για το µύθο του Αριστοφάνη στο Συµπόσιον του Πλάτωνα.

Ο µύθος του Αριστοφάνη

Το Συµπόσιο, ένας από τους πιο φιλοσοφικούς αλλά συνάµα και πιο χαρίεις και πνευµατώδεις διαλόγους του Πλάτωνα, είναι το κατ’ εξοχήν ερωτικό έργο του φιλοσόφου. Άλλωστε ο εναλλακτικός του τίτλος είναι Περί Έρωτος ηθικός. Στο Συµπόσιο λοιπόν λαµβάνουν µέρος ο Σωκράτης, βεβαίως, µόνιµος πρωταγωνιστής στους διαλόγους του Πλάτωνα, και µια οµάδα εκλεκτών Αθηναίων που συναντιούνται στο σπίτι του τραγικού ποιητή Αγάθωνα για να εορτάσουν την πρώτη του νίκη σε δραµατικούς αγώνες. Το περιεχόµενο του διαλόγου είναι η φύση του Έρωτα. Κάθε συνδαιτυµόνας παίρνει µε τη σειρά του το λόγο για να εκθέσει τις απόψεις του για το θέµα. Τελευταίος θα µιλήσει ο πιο ειδήµων περί τα ερωτικά, ο δαιµόνιος εραστής, ο Σωκράτης. Ανάµεσα στους συµποσιαστές είναι και ο Αριστοφάνης, ο γνωστός κωµικός ποιητής. Κάποτε έρχεται και η δική του σειρά να µιλήσει. Μάλιστα ο Πλάτων συνδέει την έναρξη της οµιλίας του Αριστοφάνη µε ένα ευτράπελο επεισόδιο. Ο Αριστοφάνης από το πολύ φαγητό παθαίνει λόξυγκα, στρέφεται στον γιατρό της παρέας, τον Ερυξίµαχο, για να του προτείνει τρόπους θεραπείας, αυτός το κάνει, και ο Αριστοφάνης παίρνει µετά από λίγο ξανά το λόγο απελευθερωµένος από τον λόξυγκα.
Ο κωµικός ποιητής αρχίζει µε την περιγραφή της αρχέγονης ανθρώπινης φύσης. Στην αρχή, λέει, ο άνθρωπος ήταν ένα ον µε σχήµα σφαιρικό, µε τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια και δύο πρόσωπα που κοίταζαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, αλλά ενωµένα στην κορυφή σχηµάτιζαν το κεφάλι. Τα φύλα αυτών των παράξενων όντων δεν ήταν δύο, όπως σήµερα, αλλά τρία: Το ένα είναι διπλά αρσενικό, το άλλο διπλά θηλυκό και το τρίτο ερµαφρόδιτο. Το πρώτο, το αρσενικό, ήταν, λέει, γέννηµα του Ήλιου, το θηλυκό ήταν γέννηµα της Γης και το τρίτο της Σελήνης, γιατί και η Σελήνη µετέχει και των δύο: είναι και αστέρι και γη. Τα σφαιροειδή αυτά πλάσµατα µε τα διπλά πρόσωπα και τα διπλά γεννητικά όργανα, αρσενικά, θηλυκά και ερµαφρόδιτα πηγαίνουν σαν τροχός µε τα οκτώ τους άκρα και κάνουν τούµπες στον αέρα σαν ακροβάτες. Επειδή όµως τα φοβερά αυτά τέρατα είχαν µεγάλη δύναµη και αλαζονεία, τα έβαλαν µε τους θεούς. Ο ∆ίας συγκαλεί εκτάκτως συµβούλιο των θεών για να αντιµετωπίσει την κατάσταση και αποφασίζεται να κόψει ο ίδιος µε χειρουργική ακρίβεια τα όντα αυτά στα δύο, από πάνω ως κάτω.
Από τότε ο άνθρωπος αποτελεί µόνο το ήµισυ ενός ολόκληρου όντος. Και κάθε τέτοιο ήµισυ περιφέρεται µε την παθιασµένη επιθυµία να ξαναβρεί το συµπλήρωµά του. «Έρωτα» λοιπόν ονοµάζουµε αυτόν τον πόθο συνένωσης µε το χαµένο ήµισυ του αρχικού εαυτού µας. Και κανένας δεν µπορεί να βρει την ευτυχία όσο ο πόθος αυτός µένει ανεκπλήρωτος. Εποµένως, ο δεσµός του άνδρα και της γυναίκας αποτελεί την εκ νέου συνένωση των δύο ηµίσεων ενός από τα αρχικά αρσενικοθήλυκα όντα. Ενώ κάθε παθιασµένη σχέση δύο προσώπων του ίδιου φύλου είναι εκ νέου συνένωση των ηµίσεων ενός διπλά αρσενικού ή διπλά θηλυκού όντος, ανάλογα µε την περίπτωση. Αυτός είναι ο µύθος.
Ο µύθος, όπως βλέπετε, έρχεται να δικαιολογήσει και να νοµιµοποιήσει µυθολογικά τόσο τον ετεροφυλοφιλικό όσο και τον οµοφυλοφιλικό έρωτα, ο οποίος δεν παρουσιάζεται ως παρέκκλιση από την οµαλή σεξουαλικότητα. Αυτά θα είναι και τα πεδία αναφοράς της σηµερινής µας εισήγησης.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Πριν όµως ξεκινήσω, θα µου επιτρέψετε να κάνω κάποιες απαραίτητες, κατά τη γνώµη µου, προκαταρκτικές παρατηρήσεις και διευκρινίσεις για να εισχωρήσουµε όσο το δυνατόν πιο κριτικά και απροκατάληπτα στο θέµα µας.
I
Το θέµα µας είναι ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα. Αλλά τι δηλώνει ο όρος Αρχαία Ελλάδα; Η Αρχαία Ελλάδα είναι ένα πολυσύνθετο και πολυµερές γίγνεσθαι κατά χρόνο και κατά τόπο. Και ο Όµηρος είναι αρχαία Ελλάδα και ο Πλούταρχος είναι αρχαία Ελλάδα, αλλά απέχουν µεταξύ τους 800 περίπου χρόνια. Όσα απέχουµε εµείς σήµερα από την 4η Σταυροφορία στο Βυζάντιο. Από την άλλη, αρχαία Ελλάδα είναι βεβαίως η Αθήνα, αλλά και η Σπάρτη και η Κρήτη και η Λέσβος αλλά και η Ιωνία και η Μεγάλη Ελλάδα και οι άλλες απανταχού ελληνικές πόλεις. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του αρχαιοελληνικού πολιτισµού είναι ο πλουραλισµός και η πολυµέρεια που του εξασφάλιζε το σύστηµα των πόλεων-κρατών. Κάθε πόλη έχει τη δική της νοµοθεσία και κοινωνική οργάνωση που πολλές φορές µπορεί να διαφέρει ριζικά από τη νοµοθεσία άλλων πόλεων-κρατών. Είναι φανερό λοιπόν ότι θα συναντήσουµε µεγάλες αλλαγές στα ήθη και στις νοοτροπίες όχι µόνο από πόλη σε πόλη αλλά και στην ίδια πόλη.
Η παρουσίασή µας σήµερα µοιραία θα επικεντρωθεί στη Αθήνα της κλασικής περιόδου, δευτερευόντως σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσµου. Τούτο δεν οφείλεται σε αφόρητο αθηναιοκεντρισµό αλλά στο γεγονός ότι από την Αθήνα έρχονται οι περισσότερες µαρτυρίες που έχουµε για την ερωτική συµπεριφορά και τα σεξουαλικά ήθη στην ελληνική αρχαιότητα.
ΙΙ
Θα πρέπει να έχουµε κατά νου ότι όταν προσεγγίζουµε µια διαφορετική εποχή ή διαφορετικές από µας κοινωνίες δεν θα πρέπει να τις βλέπουµε µε τις δικές µας ηθικές αντιλήψεις, αλλά µε τις δικές τους. Οφείλουµε δηλαδή να προσπαθήσουµε να απαλλαγούµε από τις δικές µας προκαταλήψεις και τις δικές µας νοοτροπίες και να προσπαθήσουµε να δούµε εκείνη την εποχή όπως πραγµατικά ήταν για τους ανθρώπους που τη διαµόρφωσαν και τη βίωναν. ∆εν πρέπει να ξεχνάµε ότι η ηθική είναι κάτι το ρευστό, κάτι το µεταβαλλόµενο, και ότι οι ηθικές αντιλήψεις αλλάζουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Κάτι το οποίο είναι ηθικό σε µας σήµερα µπορεί να είναι ανήθικο αύριο, και ό,τι θεωρείται σήµερα ανήθικο µπορεί να ήταν ηθικό σε µια προηγούµενη εποχή.


            ΙΙΙ
Τίθεται λοιπόν το ερώτηµα: Έχει αλλάξει η ερωτική ηθική από την αρχαιοελληνική περίοδο ως σήµερα;
Απάντηση: Έχει αλλάξει άρδην! Και για τούτο καθοριστικό ρόλο έχει παίξει σ’ ένα µεγάλο βαθµό ο Χριστιανισµός. Η ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων απεικονίζει το ιδεολογικό υπόβαθρο και το αξιακό σύστηµα ενός κόσµου που έχει ανεπιστρεπτί παρέλθει. Θα πρέπει να καταλάβουµε ότι ο αρχαιοελληνικός κόσµος είναι πυρηνικά διαφορετικός από τον χριστιανικό.
Ο αρχαίος Έλληνας είναι άνθρωπος του παρόντος κόσµου, του εδώ και του τώρα. Απολαµβάνει τις χαρές της ζωής και την ηδονή του έρωτα. Ο χριστιανός άνθρωπος θεωρεί τον παρόντα κόσµο προσωρινό και εφήµερο. Αλλού είναι η αληθινή ζωή: στην βασιλεία των ουρανών! Για να την κερδίσει αυτοπεριορίζεται,είναι εγκρατής, νηστεύει, απέχει από τις ηδονές. Τουλάχιστον αυτό ήταν το πρότυπο των χριστιανών.
∆είτε πως αντανακλάται αυτή η διαφορά στην θρησκεία των µεν και των δε. Στους Έλληνες οι θεοί έκαναν όλα όσα θα ήθελαν να κάνουν οι άνθρωποι. Ερωτεύονται, ζηλεύουν, µοιχεύονται. Όλες οι ερωτικές φαντασιώσεις και οι ανεκπλήρωτες επιθυµίες τους εξεικονίζονται στη δράση των θεών. Ο ∆ίας είναι το πρότυπο του ουράνιου εραστή που έλκεται από κάθε όµορφο θηλυκό, είτε είναι θεά, είτε νύµφη,  είτε θνητή.  Μετέρχεται κάθε µεταµόρφωση,  γίνεται ταύρος,  κύκνος, χρυσή βροχή προκειµένου να σµίξει µαζί της. Ο ∆ίας, όµως, ερωτεύτηκε, εκτός από γυναίκες, και τον όµορφο Γανυµήδη που τον απήγαγε στον Όλυµπο και τον έκανε οινοχόο του για να τον έχει πάντα κοντά του. Έτσι ο αναγνωρισµένος και ευρύτατα διαδεδοµένος στους Έλληνες θεσµός της παιδεραστίας βρήκε και την αντίστοιχη θρησκευτική δικαίωση.
Η Αφροδίτη είναι η θεά του Έρωτα. Είναι ακατανίκητη και στα θέλγητρά της κανείς δεν µπορεί να αντισταθεί, αθάνατος ή θνητός. Κι αν το καταφέρει κάποιος, τότε, αφού καταστρατηγεί τον φυσικό νόµο και εναντιώνεται σε τελευταία ανάλυση στην ίδια τη ζωή, θα καταστραφεί, όπως ο Ιππόλυτος.
Από όλα αυτά και άλλα πολλά που θα είχαµε να πούµε (για τις ερωτοδουλειές των ελληνικών θεών θα µπορούσε να γραφεί ολόκληρο βιβλίο), γίνεται φανερή η µεγάλη διαφορά µε την ιουδαιοχριστιανική αντίληψη που θέλει τον θεό ανέραστο. Το σώµα (η σάρκα) θεωρείται το όργανο του πειρασµού µε το οποίο ο σατανάς δελεάζει και συνεπώς εξαιτίας του ο άνθρωπος χάνει την αιώνια ζωή, εφόσον υποκύψει στις επιθυµίες του. Ο περιορισµός της σάρκας είναι το ζητούµενο. Ακραία εκδοχή αυτής της αντίληψης είναι ο ασκητισµός και ο αναχωρητισµός.
Τη διαφορά στις αντιλήψεις των δύο κόσµων µπορούµε να την δούµε καθαρά όπως αντανακλάται στη τέχνη. Το ιδεώδες του έλληνα ανθρώπου είναι η πλήρης κατάφαση της ζωής και της αισθητικής απόλαυσης που προσφέρει ο θαυµασµός της ρώµης, του σφρίγους και της οµορφιάς. Εξ ου και η αγάπη προς το γυµνό. Αντίθετα ο χριστιανός αποστρέφεται το γυµνό, συστέλλεται, εντρέπεται. Στο χριστιανικό ιδεώδες ανταποκρίνεται ο ασκητής µε το οστεώδες και εξαϋλωµένο σώµα, ταλαιπωρηµένο από τις εκούσιες κακουχίες και τις εξαντλητικές νηστείες. Η σάρκα πρέπει να περιορίζεται και να τιµωρείται για να κερδηθεί η ψυχή.


             *
Επανέρχοµαι και κλείνω τις προκαταρκτικές µου παρατηρήσεις. Η σηµερινή µου παρουσίαση θέλω να είναι επιστηµονική. Και η επιστήµη δεν ηθικολογεί. ∆εν την ενδιαφέρει αν κάτι είναι ηθικό ή ανήθικο. Είπαµε ότι η ηθική µεταβάλλεται. Αυτό που θηρεύει είναι το όντως αληθές, η απροκατάληπτη αλήθεια. Άρα στόχος µας δεν είναι ούτε να κατακρίνουµε ούτε να εγκρίνουµε. Ευτυχώς, η επιστήµη έχει ξεφύγει από τα διλήµµατα αυτά. Στόχος µας είναι να κρίνουµε, δηλαδή να κατανοήσουµε. Και νοµίζω πως αυτό είναι το πιο έντιµο που µπορούµε να κάνουµε προς τους αρχαίους Έλληνες. Όχι βεβαίως να τους καταδικάσουµε µονοκόµµατα και αφοριστικά αλλά όχι – ακόµη χειρότερο– και να παρασιωπήσουµε την αλήθεια.

Πηγές για την ερωτική συµπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων.

Πού τα ξέρουµε όλα αυτά που θέλω να σας παρουσιάσω σήµερα;
Είναι φανερό πως είναι πολύ δύσκολο να µάθει κανείς τι κάνουν ακριβώς δυο (ή – ενδεχοµένως– και περισσότεροι) άνθρωποι όταν συνευρίσκονται ερωτικά. Για να το µάθουµε πρέπει να έχουµε τη µαρτυρία ενός απ’ αυτούς. Από την άλλη πάλι, είναι κοινός τόπος ότι δεν θα πρέπει να εµπιστεύεται κανείς τις δηλώσεις οποιωνδήποτε σχετικά µε το σεξ, ιδιαίτερα σε σχέση µε τον εαυτό τους. Όταν µάλιστα οι δηλώσεις αυτές αφορούν συµπεριφορές και πρακτικές πριν από 2000 και παραπάνω χρόνια, τότε η ανάγκη για προσεκτικό έλεγχο είναι πολύ πιο επιτακτική.
Από πού λοιπόν αντλούµε πληροφορίες για την ερωτική συµπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων;
Οι πηγές µας είναι κατά βάση δύο ειδών: οι φιλολογικές µαρτυρίες, δηλαδή κείµενα ποιητών, πεζογράφων, φιλοσόφων και ρητόρων, και οι εικαστικές µαρτυρίες, δηλαδή εικόνες πάνω σε αγγεία. Μια γενική παρατήρηση που µπορούµε να κάνουµε είναι ότι όλες οι πηγές που διαθέτουµε προέρχονται από άνδρες (εξαίρεση µόνον αποτελεί η Σαπφώ) και απηχούν στο µεγαλύτερο µέρος τους την κυρίαρχη ανδρική αριστοκρατική ιδεολογία εκείνης της εποχής.
Τα λογοτεχνικά έργα παρουσιάζουν κενά και είναι εν πολλοίς µεροληπτικά. Εξ άλλου τα διάφορα είδη της γραµµατείας είχαν τους δικούς τους κανόνες. Οι κωµωδιογράφοι (κυρίως ο Αριστοφάνης) επιδίωκαν να προκαλέσουν το γέλιο µε τις σεξουαλικές ιδιορρυθµίες και τα ελαττώµατα των σύγχρονων Αθηναίων. Τα αστεία όµως δεν αντιστοιχούν πάντοτε µε όσα συνέβαιναν στην καθηµερινή ζωή. Οι φιλόσοφοι (ο Πλάτων, ας πούµε) επιδίωκαν να προβάλλουν κανονιστικά πρότυπα συµπεριφοράς, ενώ η πραγµατικότητα ήταν αναµφίβολα λιγότερο εξιδανικευµένη, λιγότερο «τακτοποιηµένη» και πιο άναρχη. Οι ρήτορες, που µας προσφέρουν πολλές πληροφορίες πάνω σε διάφορες πλευρές του θέµατος, απευθύνονταν σε άνδρες δικαστές και έπρεπε να υποστηρίξουν την υπόθεση του πελάτη τους µε πειστικά επιχειρήµατα.
Από την άλλη µεριά, σχετικά µε τις σωζόµενες παραστάσεις πάνω σε αγγεία, στην πλειονότητά τους επικεντρώνονται στην αστική ζωή, και είναι απαραίτητο να λαµβάνουµε υπόψη ποια αλήθεια επιδίωκαν πιθανώς να εκφράσουν και για ποιους θεατές και για ποιες περιστάσεις είχαν δηµιουργηθεί. Παρ’ όλο που στη γλυπτική υπάρχει σαφής προτίµηση στο ανδρικό γυµνό σώµα, η αθηναϊκή αγγειογραφία, είτε η πρώιµη µελανόµορφη, είτε η µεταγενέστερη ερυθρόµορφη, παρουσιάζει σκηνές µε ερωτικά ζεύγη όλων των ειδών και αποτελεί, παρά τις ελλείψεις της, την πληρέστερη µαρτυρία για τη σεξουαλική συµπεριφορά.
              * *
H σηµερινή µου εισήγηση δεν θέλω να είναι (ή να είναι µόνο) ένα απάνθισµα από ιδιόρρυθµες για µας σήµερα -και γι’ αυτό γαργαλιστικές και πικάντικες- σκηνές από την ερωτική ζωή και τη σεξουαλική δράση των αρχαίων Ελλήνων, αλλά να στοχεύει πρωταρχικά στην εξήγηση τού γιατί οι άνθρωποι αυτοί συµπεριφέρονταν έτσι. Τούτο δεν είναι δυνατόν να γίνει αν δεν εξετάσουµε την δοµή της κοινωνίας και της οικογένειας στην αρχαία Ελλάδα.
∆εν είναι δυνατόν να εννοήσουµε πλήρως το ερωτικό φαινόµενο στην αρχαία Ελλάδα, εάν δεν έχουµε κατά νου ότι το κοινωνικό της σύστηµα και η πολιτειακή της δοµή στηριζόταν καθαρά σε µια λέσχη ανδρών. Επρόκειτο για ένα ανδροκρατούµενο, πατριαρχικό club.
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισµός ορίζεται µεταξύ δύο κατά βάση πόλων, του πολέµου και της πολιτικής. Και στα δύο αυτά η γυναίκα δεν συµµετέχει. Από την εποχή των ηρώων ως τους χρόνους του Αλέξανδρου οι άνδρες πολεµούν κι ο πόλεµος είναι αυτός που ορίζει τη µοίρα των πόλεων, την εξέλιξη των κοινωνιών, τις ηγεµονίες και την παρακµή τους. Η αφήγηση της ιστορίας του αρχαίου ελληνικού κόσµου είναι η αφήγηση µιας ιστορίας, όπου οι άνδρες είναι οι µοναδικοί πρωταγωνιστές, µια ιστορία την οποία αφηγούνται άνδρες για άνδρες. Τα ιστορικά στοιχεία που έχουµε για την αρχαία Ελλάδα µας παραπέµπουν σε µια κατάσταση απόλυτης ανδρικής επικράτησης και επιβολής αυστηρής πατριαρχίας.
Ας κάνουµε εδώ µιαν παρένθεση και µια διευκρίνιση σχετικά µε την ορολογία: πατριαρχία – µητριαρχία. Σύµφωνα µε µια επιστηµονική υπόθεση, που έχει όµως σοβαρότατες ενδείξεις αληθείας, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν ήταν εξ αρχής δοµηµένες µε βάση την υπεροχή του άνδρα και την πατρογραµµική κληρονοµική διαδοχή. Υπήρχε, λένε, µια αρχέγονη κατάσταση στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπου υποκείµενο αναφοράς δεν ήταν ο άνδρας αλλά η γυναίκα. Είναι η περίοδος που οι άνθρωποι αγνοούν τον αναπαραγωγικό ρόλο του άνδρα, που δεν υπάρχει αιτιακή σύνδεση ανάµεσα στην σεξουαλική επαφή και τη γέννηση του παιδιού. Στις κοινωνίες αυτές επικρατεί καθεστώς ελευθεροµιξίας. Η γυναίκα έρχεται σε σεξουαλική επαφή µε πολλούς άνδρες και τα παιδιά που γεννιούνται ξέρουν πολύ καλά από µια µητέρα γεννήθηκαν, αγνοούν όµως τον πατέρα. Γι’ αυτό και ο προσδιορισµός της διαδοχής είναι µητρογραµµικός.
Τη θεωρία αυτή ανέπτυξε πρώτος ο (γερµανόφωνος) Ελβετός Johann J. Bachofen, ο οποίος ξεκίνησε ως νοµικός αλλά οι µελέτες του τον καθιέρωσαν ως τον ιδρυτή τής επιστήµης της εθνολογίας. Το 1861 εξέδωσε το βασικό του βιβλίο µε τίτλο Mutterrecht (Μητρικό δίκαιο). Τον όρο µητριαρχία – κατ’ αναλογίαν προς το πατριαρχία– εισήγαγε αργότερα ο αµερικανός Lewis Morgan που µελέτησε τις κοινωνίες των ιθαγενών Ινδιάνων. Ο όρος όµως µητριαρχία δεν είναι ορθός γιατί υπονοεί ότι στις αντίστοιχες µορφές κοινωνικής οργάνωσης άρχει, δηλαδή εξουσιάζει η µητέρα. Αυτό όµως δεν είναι αλήθεια, γιατί στις κοινότητες αυτές οι µητέρες δεν χρησιµοποιούν τη λανθάνουσα δύναµή τους για να εξουσιάζουν τους άνδρες-συντρόφους τους, τους πατέρες ή τους γιους τους. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η χαρακτηριστική διαφορά από την πατριαρχία, που είναι ένα γνήσια εξουσιαστικό σύστηµα. Καλύτερα να προτιµάται ο όρος µητρισµός και µητριστικός, που τονίζει τον κεντρικό ρόλο της µητέρας χωρίς να υπονοεί εξουσία.
Το ερώτηµα, τώρα, είναι πότε και πώς από τη µητριστική αυτή κατάσταση περάσαµε στην πατριαρχία.
Η πατριαρχία πρέπει να συνδέεται µε τη νεολιθική ή παραγωγική επανάσταση, δηλαδή µε το πέρασµα από το στάδιο της τροφοσυλλογής στο στάδιο της παραγωγής, αγροτικής και κτηνοτροφικής. Όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο ότι η κοσµογονική αυτή µεταβολή έλαβε χώρα στο χρονικό διάστηµα από το 10.000 ως το 7000 π.Χ. στη περιοχή της Μεσοποταµίας, κι από εκεί διαδόθηκε. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, ο άνθρωπος γίνεται παραγωγός της τροφής του. ∆εν την παίρνει πια κατ’ ευθείαν από τη φύση αλλά από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, διά µέσου δηλαδή καταστάσεων, που ο ίδιος δηµιουργεί και ελέγχει. Έτσι παύει να αποτελεί ο ίδιος ένα κοµµάτι της φύσης και αρχίζει να ελέγχει το περιβάλλον.
Στις αρχέγονες µητριστικές κοινωνίες ισχύει, όπως είπαµε, η ελευθεροµιξία. Κανένας δεν σπαζοκεφαλιάζει ψάχνοντας να βρει σε ποιον ανήκει το παιδί, όσο το παιδί δεν αντιµετωπίζεται ακόµα ως ιδιοκτησία. Ο άνθρωπος µαθαίνει να σκέφτεται ως ιδιοκτήτης µόνο όταν η παραγωγή ειδών διατροφής έχει προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε να αφήνει πλεόνασµα. Το πλεόνασµα τροφής επιτρέπει για πρώτη φορά τη συσσώρευση ιδιοκτησίας, η συσσώρευση ιδιοκτησίας επιτρέπει για πρώτη φορά την κληρονοµική µεταβίβασή της και η κληρονοµική µεταβίβαση της ιδιοκτησίας επιβάλλει για πρώτη φορά την εξακρίβωση της πατρότητας. Τότε λοιπόν επιβάλλεται η µονογαµία για να ξέρει ο άνδρας ποια είναι τα δικά του παιδιά.
Τώρα,  λοιπόν,  µπορεί να καταλάβει κανείς γιατί απαγορεύεται η µοιχεία. Όταν πρόβαλε για πρώτη φορά η έννοια της µοιχείας, σήµαινε κάτι ολότελα διαφορετικό απ’ ό,τι σήµερα: σήµαινε µια µορφή κλοπής. Η σύζυγος που συνουσιαζόταν µε έναν άλλο άνδρα µπορούσε να µείνει έγκυος από αυτόν. Αν ο σύζυγος δεν το καταλάβαινε αυτό, µεγάλωνε ένα νόθο παιδί που τον κληρονοµούσε, δηλαδή τον έκλεβε. Γιατί, σύµφωνα µε το πατριαρχικό έθιµο, κληρονόµος του πατέρα µπορούσε να είναι µόνο ο βιολογικός του γιος.
Η µονογαµία λοιπόν ήταν µια επινόηση του άνδρα γιατί έτσι µόνο µπορούσε να ελπίζει ότι τα παιδιά της γυναίκας του ήταν και δικά του παιδιά. Η γυναίκα, αντίθετα, ήξερε πάντα ποιο παιδί ήταν δικό της και γι’ αυτό δεν είχε λόγο να απαιτεί την αποκλειστική κυριότητα του συζύγου της. Αν οι γυναίκες, αργότερα, έγιναν υπέρµαχοι της αυστηρής µονογαµίας, το έκαναν γιατί ήθελαν να διατρέφονται από τον άνδρα. Έτσι η γυναίκα µε την επιβολή της µονογαµίας κέρδισε τη συντήρησή της, αλλά έχασε την ελευθερία της.
Αυτή η µετάβαση από τη µητριστική κοινωνία στο σύστηµα της πατριαρχίας, το πέρασµα από το πατρικό στο µητρικό δίκαιο, αποτυπώνεται µυθολογικά, κατά µία ευφυή ερµηνεία, στην Ορέστεια του Αισχύλου. Ο Ορέστης σκότωσε την µητέρα του, διότι, ισχυρίζεται, η Κλυταιµήστρα διέπραξε διπλό έγκληµα απέναντί του, γιατί δεν σκότωσε µόνο τον άνδρα της, αλλά και τον πατέρα του. Γιατί λοιπόν οι Ερινύες καταδιώκουν αυτόν, δηλαδή τον Ορέστη, και όχι εκείνη, την Κλυταιµήστρα, που ήταν πολύ πιο ένοχη; Η απάντηση είναι: «Εκείνη δεν ήταν οµοαίµατη συγγενής τού άνδρα που σκότωσε». Αυτή η απάντηση, που σήµερα µας φαίνεται σχεδόν ακατανόητη, φανερώνει πολύ καθαρά τη λογική ενός µητριστικού συστήµατος. Για τις Ερινύες, η µητροκτονία βαραίνει περισσότερο από τη συζυγοκτονία, γιατί βλέπουν τη δοµή της κοινωνίας από µητριστική σκοπιά.
Ο Απόλλων διαφωνεί, γιατί αντιπροσωπεύει τη νέα τάξη πραγµάτων, το θεσµό της µονογαµίας, την πρωτοκαθεδρία του πατέρα-«σπορέα».
Ακούστε τι λέει ο Απόλλων (Ευµενίδες, 658-661):
Μάνα δεν είναι όποια γεννά αυτό που λέει
παιδί της . το σπόρο τρέφει στην κοιλιά µονάχα.
Αυτός που σπέρνει γεννά κι αυτή σαν ξένη
το φύτρο συντηρεί… (µετάφραση: Κ.Χ. Μύρης)

Σύµφωνα λοιπόν µε τον Απόλλωνα, ο πατέρας «σπέρνει» το παιδί στη µήτρα της γυναίκας και γι’ αυτό έχει τα περισσότερα δικαιώµατα πάνω του, ενώ σύµφωνα µε την αντίληψη που επικρατούσε ως τότε η µητέρα, που δίνει στο παιδί το αίµα της και τη ζωή, είναι η αποκλειστική κάτοχός του και ο πατέρας µένει γι’ αυτήν ένας ξένος.
   *
Μετά από όλη αυτή την εξήγηση ξαναγυρνώ στον πυρήνα του θέµατός µας. Προτού αρχίσουµε να διερευνούµε την ερωτική συµπεριφορά και τα σεξουαλικά ήθη των αρχαίων Ελλήνων, θα πρέπει να προτάξουµε µιαν αλήθεια. Η αλήθεια αυτή είναι ότιαρχαιοελληνική ηθική είχε την ικανότητα να παραδέχεται την εναλλαγή των οµοφυλοφιλικών και ετεροφυλοφιλικών προτιµήσεων στο ίδιο άτοµο.
Κατόπιν αυτής της παραδοχής µπορούµε να οριοθετήσουµε πιο συγκεκριµένα τα πεδία ελεύθερης άσκησης της σεξουαλικότητας των Ελλήνων: είναι ο γάµος, η πορνεία και η παιδεραστία. Η σεξουαλική δραστηριότητα προς τα άγαµα κορίτσια και τις παντρεµένες γυναίκες άλλων ανδρών δεν επιτρεπόταν. Υπήρχε ταµπού και κοινωνικό στίγµα. Από τα ελεύθερα πεδία που αναφέραµε, τα δύο πρώτα, ο γάµος και πορνεία αποτελούν καταστάσεις που εµφανίζονται σε όλες σχεδόν τις οργανωµένες κοινωνίες. Αυτό που σκανδαλίζει περισσότερο τον σηµερινό άνθρωπο είναι το τρίτο, παιδεραστία.
Με την πλήρη υποταγή του γυναικείου φύλου, ο υψηλός έρωτας είναι κυρίως προς τους άνδρες. Και για την ακρίβεια προς τα νεαρά αγόρια, τους παίδες, εξ ου και ο όρος παιδεραστία ή, όπως τον έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, παιδικός έρως. Μ’ αυτόν θα ξεκινήσω.

Παιδεραστία

Οι σύγχρονοι ερευνητές προσπάθησαν αντλώντας από τις διάφορες µαρτυρίες να διαµορφώσουν ένα µοντέλο για την ελληνική οµοφυλοφιλία. Το µοντέλο αυτό θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως «παιδεραστία κοινωνικά αποδεκτή» και θα µπορούσαµε να το σκιαγραφήσουµε ως εξής:
Η σεξουαλική σχέση ήταν µεταξύ ενός εραστή, δηλαδή ενός νέου ενήλικα (περίπου ως 30 χρονών) µε ρόλο ενεργητικό, και ενός ερωµένου, δηλαδή ενός εφήβου (περίπου 12 ως 18 ετών) µε ρόλο παθητικό. Ο εραστής κυριαρχούσε στη σχέση, ήταν ο «κυνηγός», και παρείχε δώρα (όχι όµως χρήµατα) και βοήθεια στον νεότερο που επιδίωκε να γίνει ένα ώριµο µέλος της κοινωνίας, προσφέροντας του κοινωνική υπόσταση, καθώς τον καθιστούσε επίλεκτο σύντροφο, µέλος µιας διακεκριµένης κοινωνικής ελίτ. Αντίθετα, ο ερώµενος είχε το ρόλο του υποδεέστερου και δεχόταν τις κρούσεις του εραστή αρχικά µε απροθυµία ή τουλάχιστον µε διακριτικότητα. Η σεξουαλική επαφή του µεγαλύτερου µε τον νεότερο δεν ήταν συνήθως παρά φύσιν, αλλά γινόταν µε το τρίψιµο του ερεθισµένου πέους ανάµεσα στους µηρούς. Όταν το αγόρι γινόταν άνδρας, ήταν η σειρά του να λειτουργήσει ως ο «κυνηγός» εραστής και στην ηλικία των 30 περίπου χρόνων, τον αποδεκτό χρόνο για γάµο, οι άνδρες εγκατέλειπαν την οµοφυλοφιλία για το φυσιολογικό έγγαµο βίο. Η κοινή γνώµη επέκρινε δριµύτατα τους άνδρες που συνέχιζαν να έχουν τον ρόλο τού υποταγµένου ερωµένου µετά την ενηλικίωσή τους ως εκθηλυσµένους, και εάν δέχονταν χρήµατα για τις υπηρεσίες τους, µπορούσαν να στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώµατα.
Αυτό είναι, θα λέγαµε, εν συντοµία το προφίλ µιας «κανονικής» οµοφυλοφιλικής σχέσης. Μολονότι υπάρχει µεγάλη δόση αλήθειας σ’ αυτό το µοντέλο, είναι µια πολύ απλουστευµένη και εξευγενισµένη εκδοχή της πραγµατικότητας, η οποία ήταν ασφαλώς πολυπλοκότερη και λιγότερο τακτοποιηµένη.

Προέλευση του θεσµού

Ας πάρουµε όµως τα πράγµατα από την αρχή. Πολύ µελάνι έχει χυθεί σχετικά µε την προέλευση του θεσµού της οµοφυλοφιλίας στη αρχαία Ελλάδα. Πρέπει να πούµε ότι τίποτε δεν είναι επακριβώς γνωστό. Κατά πάσα πιθανότητα, όµως, είναι γέννηµα της ζωής του στρατοπέδου και ανήκει σε εποχές µεταναστεύσεων και νοµαδικών περιπετειών πολεµικών στιφών, κατά τις οποίες οι γυναίκες λείπουν ή είναι αριθµητικά ανεπαρκείς. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εµφανίζεται και σε άλλους αρχαίους λαούς µε τέτοια χαρακτηριστικά (π.χ. οι Γαλάτες, οι αρχαίοι Γερµανοί), και κυρίως από το γεγονός ότι και κατόπιν συνδέεται µε την πολεµική ζωή, τα στρατιωτικά καθήκοντα και τη γυµναστική.
Κατά µία θεωρία πίσω από το έθιµο αυτό υποκρύπτεται η πρωτόγονη πίστη ότι η ανδρική δύναµη και ζωτικότητα µπορεί να µεταβιβαστεί από τον ώριµο άνδρα στον ανώριµο µέσω µιας πράξης υλικής και ορατής.
Όπως γνωρίζετε, ο πόλεµος έπαιζε µεγάλη σηµασία στη ζωή των αρχαίων λαών. Έχει παρατηρηθεί ότι ο παιδικός έρως χρησιµοποιήθηκε από νωρίς για να αναπτύξει το αίσθηµα της τιµής στον πόλεµο. Για τους αρχαίους αποτελούσε βεβαιότητα ότι ο ερωτισµός αυξάνει πάντοτε στο αρσενικό τη µαχητικότητα και πολλαπλασιάζει τις δυνάµεις του. Οι Έλληνες είχαν να διηγούνται ένα πλήθος σχετικών παραδειγµάτων. Ο Πλούταρχος π.χ. µας αναφέρει στον Ερωτικό του το παράδειγµα ενός πολεµιστή, ο οποίος στη µάχη γλίστρησε κι έπεσε πρηνής. Ο εχθρός ήταν έτοιµος να τον κτυπήσει κι εκείνος τον παρακάλεσε να περιµένει λίγο να γυρίσει ανάσκελα, ώστε να µην τον δει ο ερώµενός του πληγωµένο στα νώτα.
Σύµφωνα µε το Πλάτωνα, οι εισαγωγείς του θεσµού στην Ελλάδα ήταν οι ∆ωριείς. Πραγµατικά, οι πηγές µάς µαρτυρούν ότι στις δωρικές πολιτείες ο παιδικός έρως ήταν θεσµός αναγνωρισµένος. Αναφέρω µερικές δειγµατοληπτικά:
Στη Σπάρτη η σχέση του εραστή προς τον ερώµενο εθεωρείτο τόσο νόµιµη, ώστε ο εραστής επείχε θέση κηδεµόνα και ήταν υπεύθυνος απέναντι στην πολιτεία και την κοινωνία για τις παρεκτροπές του νεαρού.
Στη Θήβα, είναι γνωστό ότι η ιδεώδης οργάνωση του στρατεύµατος στηριζόταν σε ζεύγη εραστών και ερωµένων. ∆ιάσηµος υπήρξε ο Ιερός Λόχος, θεσµός πολύ παλαιός, που αναδιοργανώθηκε τον 4ο αιώνα λίγο πριν από τη µάχη των Λεύκτρων. Τα ζευγάρια δεσµεύονταν µεταξύ τους µε όρκο, που έδιναν στο ιερό του Ιολάου, του φίλου του Ηρακλή. Γι’ αυτό ονοµάζονταν ιερός ο Λόχος. Ο ηρωισµός των ανδρών του σώµατος αυτού υπήρξε ξεχωριστός, όπως τον έδειξαν και στα Λεύκτρα και στη Μαντίνεια και, τέλος, στη Χαιρώνεια, όπου µόνοι αυτοί µέσα στην άτακτη φυγή των αθηναϊκών όχλων αντιτάχθηκαν στους Μακεδόνες.
Στην Κρήτη, κατ’ εξοχήν δωρική περιοχή, η παιδεραστία αποκτά και µιαν ιδιαίτερη εθιµοτυπία. Ο ιστορικός Έφορος, όπως τον διασώζει ο Στράβων, αναφέρει ότι οι ∆ωριείς εισήγαγαν αυτό το έθιµο στην Κρήτη, όταν την κυρίεψαν τον 11 αι.π.Χ. Αναφέρει ο Έφορος (Στράβων, 10.4.21):
«Οι Κρήτες δεν αποκτούν το ερώµενό τους µε την πειθώ αλλά µε την αρπαγή. Ο εραστής λέει στους συγγενείς του νέου τρεις ή περισσότερες µέρες νωρίτερα ότι σκοπεύει να τον απαγάγει. Θα ήταν γι’ αυτούς µεγάλη ντροπή αν έκρυβαν το νέο ή µαταίωναν το σχέδιο, γιατί έτσι θα οµολογούσαν ότι ο βλαστός τους είναι ανάξιος του εραστή. Έτσι λοιπόν, αν ο απαγωγέας έχει κοινωνική θέση ισάξια µε εκείνη του αγοριού ή ανώτερή του, µαζεύονται και κάνουν πως εναντιώνονται στον απαγωγέα, καταδιώκοντάς τον εικονικά, όπως απαιτεί το έθιµο. Αλλά στην πραγµατικότητα αφήνουν µετά χαράς να γίνει η αρπαγή. Αν όµως ο εραστής δεν είναι αντάξιος του νέου, τού τον αποσπούν µε τη βία… Άξιο να αγαπηθεί δεν θεωρούν τον ωραίο αλλά τον γενναίο και ευπρεπή έφηβο».
Στη συνέχεια ο Έφορος µας λέει ότι εραστής και ερώµενος ανεβαίνουν στο βουνό για δύο µήνες (δεν επιτρεπόταν περισσότερο), όπου ο έφηβος ασκείται στο κυνήγι, στην πολεµική τέχνη και εν γένει στη σκληραγωγία. Όταν επιστρέφουν, ο εραστής χαρίζει στον νέο µια πολεµική στολή, ένα βόδι και ένα κύπελλο και τον αφήνει ελεύθερο. Ο έφηβος µιλάει για την ερωτική µαεστρία του απαγωγέα του, αν δηλαδή τον ικανοποίησε ή όχι. Ο νόµος επιτρέπει στον έφηβο να εγκαταλείψει αµέσως τον εραστή αν αυτός, στη διάρκεια της απαγωγής, ασκήσει πάνω του βία. Για τους ωραίους εφήβους από αρχοντικό τζάκι ήταν ντροπή να µη βρουν εραστή, γιατί αυτό σήµαινε ότι δεν ήταν αρκετά γενναίοι ή ευπρεπείς. Οι «απαχθέντες», αντίθετα, ήταν περιζήτητοι.
Αφιέρωσα αρκετό χρόνο στην Κρήτη, και τούτο όχι µόνο για λόγους εντοπιότητας. Το παράδειγµα της κρητικής παιδεραστικής εθιµοτυπίας ωθεί αρκετούς ερευνητές τής εθνολογίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας να εντοπίζουν στο έθιµο µια τελετουργία µύησης στη ζωή του ενήλικα. Μια διαβατήρια τελετή για το πέρασµα από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.
*
Αφού µιλήσαµε για τη δωρική προέλευση του θεσµού ας εστιάσουµε περισσότερο στην Αθήνα, όπου το φαινόµενο λαµβάνει ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Στην Αθήνα ο παιδικός έρως πρέπει να εισήχθη µαζί µε άλλα δωρικά στοιχεία – π.χ. τη γυµναστική, τον δωρικό χιτώνα–  ως µόδα στην υψηλή αριστοκρατική τάξη. Παρ’  όλο που από τον έρωτα προς τα αγόρια δεν ήταν αποκλεισµένος κανείς ελεύθερος πολίτης, έστω και χειρωνακτικά εργαζόµενος, στην πραγµατικότητα όµως αυτός ο έρωτας ήταν περιορισµένος στον κύκλο των προσώπων, τα οποία διέθεταν την ανάλογη σχόλη. Οι κατ’ εξοχήν χώροι για γνωριµίες και δηµοφιλή πεδία δράσης των εραστών ήταν οι παλαίστρες και τα γυµνάσια, όπου οι έφηβοι γυµνάζονταν. Όποιος περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του εκεί, έπρεπε να είναι ανεξάρτητος από τη δουλειά του και απαλλαγµένος από την ανάγκη της βιοτικής µέριµνας. Αυτόν τον τρόπο της σχόλης µπορούσε αρχικά να τον εξασφαλίζει για τον εαυτό του µόνον ο γαιοκτήµων ευγενής.
Ο αρχαίος Αθηναίος έδινε µεγάλη σηµασία στη γνώµη που είχαν οι άλλοι άνδρες για τη συµπεριφορά του. Σε µια τόσο µικρή κοινωνία, όπου ο ένας συναγωνιζόταν τον άλλον, και όλοι οι διακεκριµένοι πολίτες ήταν πρόσωπα γνωστά, έφτανε να κυκλοφορήσουν ένας-δυο επιφανείς πολίτες µε συντροφιά έναν νέο και ωραίο µαθητή, ώστε να διαδοθεί η συνήθεια. Η σχέση εξυπηρετούσε και τα δύο µέρη. Όσο πιο ωραίος και ευγενής ήταν ο µαθητής, τόσο πιο µεγάλη η αυταρέσκεια τού ώριµου άνδρα. Παροµοίως, όσο πιο διακεκριµένος ήταν ο εραστής, τόσο πιο µεγάλη η φιλοφρόνηση για το αγόρι. Η µαταιοδοξία ήταν ένας παράγοντας που χαρακτήριζε και τις δύο πλευρές.

Ο παιδικός έρως,  όπως είπαµε παραπάνω, αναπτύχθηκε στα γυµναστήρια, όπου οι νέοι πάλευαν γυµνοί κι εκεί µαζεύονταν οι εραστές. ∆ύο νοµοθετικές ρυθµίσεις ήδη από τον Σόλωνα και τον ∆ράκοντα οριοθετούν θεσµικά το φαινόµενο:
α) Υπήρχε απαγόρευση στους δούλους να γυµνάζονται και να έχουν παιδεραστικές σχέσεις.
β)  Αν κάποιος ελεύθερος νέος εκδίδονταν επί χρήµασι ετιµωρείτο µε «ατιµία», δηλαδή στέρηση των πολιτικών του δικαιωµάτων.  Ονοµάζονταν ηταιρηκώς και πεπορνευµένος. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν ο Τίµαρχος, ο οποίος δεν άντεξε την ατιµία και αυτοκτόνησε.
     *
Ας δούµε τώρα πιο συγκεκριµένα τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδιόριζαν µια τέτοια σχέση:
Πρώτο χαρακτηριστικό: Το ιδιαίτερο στοιχείο της σχέσης ήταν η ένωση ενός ώριµου άνδρα µε έναν ανώριµο. Ουσιώδης προϋπόθεση ήταν η ψυχική και πνευµατική ανισότητα των δύο ερωτικών συντρόφων, η οποία προσδιορίζεται από την ηλικία τους. Αν αυτή η ανισότητα εξαφανιζόταν µε την ενηλικίωση του αγοριού, τότε ένας τέτοιος οµοφυλικός έρωτας µεταξύ δύο ανδρών γινόταν σκανδαλώδης.
∆εύτερο χαρακτηριστικό: Σε κάθε νόµιµη παιδεραστική σχέση ο ερωτικός πόθος ήταν απαραίτητα µονόπλευρος. Ερωτική επιθυµία αισθανόταν µόνο ο µεγαλύτερος, ενώ το αγόρι δεν ανταποκρινόταν. Ο νεαρός αντιπρόσφερε στον ερωτευµένο άνδρα µόνο φιλική συµπάθεια, η οποία στηριζόταν επάνω σε βαθιά εκτίµηση και θαυµασµό. Η συµπάθειά του δεν ήταν σεξουαλικής φύσεως, αλλά βασιζόταν στα γνωρίσµατα τού χαρακτήρα τού µεγαλύτερου άνδρα, αλλά και στην ικανότητά του να είναι πρότυπο ανθρώπου και πολίτη. Εάν, κατά την πορεία της σχέσης, το αγόρι άρχιζε να διεγείρεται σεξουαλικά, κανονικά η σχέση έπρεπε να σταµατήσει.
Η µη συµµετοχή στη σεξουαλική ηδονή ξεχώριζε τον ερώµενο καθοριστικά από έναν θηλυκό ερωτικό σύντροφο και τον διαφοροποιούσε από τον αντίστοιχο ρόλο του θηλυκού. Οι γυναίκες γενικά εθεωρούντο ως φιλήδονες. Πιστεύεται πως αυτές ένιωθαν τη γενετήσια ηδονή πιο έντονα απ’ όσο οι άνδρες. Προς τούτο χρησιµοποιούσαν κατά την αρχαιότητα το τεκµήριο του µάντη Τειρεσία, ο οποίος για ένα διάστηµα της ζωής του υπήρξε γυναίκα.
Τρίτο χαρακτηριστικό: Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας του παιδικού έρωτα, που τον κάνει να ξεχωρίζει από ανάλογα φαινόµενα άλλων εθνών και άλλων εποχών.
Οι αξιώσεις που είχε η πόλη των Αθηνών από τους πολίτες της ήταν µεγάλες και ποικίλες. ∆εν υπήρχε σύγκριση µε τη Σπάρτη, όπου το ενδιαφέρον εστιαζόταν µόνο στη στρατιωτική προετοιµασία και τον πόλεµο.
Στην Αθήνα ο πολίτης έπρεπε να µάθει να ψηφίζει στην Εκκλησία του ∆ήµου, να γνωρίζει τη νοµοθεσία,  να δικάζει στην Ηλιαία.  Κατά µεγάλη πιθανότητα,  ο κλήρος θα τον όριζε µέλος της Βουλής ή η ψήφος των συµπολιτών του σε άλλα δηµόσια αξιώµατα. Αλλά και στην ιδιωτική ζωή, έπρεπε να γνωρίζει πολλά: τους τρόπους του φέρεσθαι και τους κανόνες της ευπρέπειας. Έπρεπε να έχει το πνεύµα του καλλιεργηµένο, ώστε να παρακολουθεί και να κρίνει µια θεατρική παράσταση, να έχει µια φιλοσοφική συζήτηση µε τον Σωκράτη, να διαβάζει τα βιβλία του Αναξαγόρα, να απολαµβάνει ένα άγαλµα του Φειδία.

Από πού και πώς θα αποκτούσε ο νέος όλα αυτά;

Από το σχολείο; Το σχολείο δεν ήταν ένας θεσµός οργανωµένος στην αρχαιότητα. ∆ηµόσια και υποχρεωτική εκπαίδευση δεν υπήρχε.
Από τον πατέρα; (Γενικά στην αρχαιότητα η οικογένεια ως παράγων αγωγής δεν είχε τη σηµασία που έχει στη χριστιανική κοινωνία. Ήταν ένας δεσµός µε περισσότερο πολιτικό και οικονοµικό χαρακτήρα).
Σηµειωτέον ότι:
  • Ο πατέρας δεν έµενε πολλές ώρες στο σπίτι
  • Η διαφορά ηλικίας είναι πολύ µεγάλη. Η ιδεώδης διαφορά µεταξύ παιδαγωγού και παιδαγωγούµενου είναι η µισή γενιά
  • Στις σχέσεις γονέων και παιδιών υπάρχει πολλή συµπτωµατικότητα. Λείπει το αίσθηµα ότι εσύ µόνος σου διάλεξες τον πατέρα σου ή τα παιδιά σου.
  • ∆εν υπάρχει η απαιτούµενη απόσταση
Η σχέση του ώριµου άνδρα προς τον ανώριµο παίδα, στην πιο παιδαγωγική και εξιδανικευµένη εκδοχή της, χαρακτηριζόταν από έρωτα προς τον νέο, ένα αίσθηµα πνευµατικής τεκνογονίας, η επιθυµία να φέρεις στον κόσµο παιδιά της ψυχής σου – όχι του σώµατός σου- οµοιώµατα του ανωτέρου σου εγώ.


Ερώτηση !

Ήταν αυτός ο κανόνας;  Ως γνωστόν,  στον έρωτα δεν υπάρχει κανόνας. Έχουµε και στον ελληνικό παιδικό έρωτα όλη την κλίµακα των αποχρώσεων. Από τη χυδαία αισθησιακή απόλαυση ως την υψηλή ερωτική ανάταση, και από το φιλάρεσκο και επιφανειακό παιχνίδισµα ως το ασυγκράτητο πάθος.

Επίλογος για την παιδεραστία

Κλείνω προς το παρόν το κεφάλαιο της παιδεραστίας µε µερικές τελευταίες επισηµάνσεις.
  • Όσο κι αν µας φαίνεται σήµερα παράξενο, η ανδρική οµοφυλοφιλία εθεωρείτο ένας θεσµός ενισχυτικός του δηµοκρατικού πολιτεύµατος.
Ήταν έρωτας µεταξύ ελευθέρων πολιτών. Γι’ αυτό και οι Τύραννοι ήταν πάντα καχύποπτοι απέναντί της και την κατεδίωξαν εξ αιτίας των ισχυρών δεσµών που δηµιουργούσε και αποτελούσε κίνδυνο για την ανατροπή της τυραννίδας. Την εξιδανίκευση της παιδεραστίας, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για να δείχνει κανείς ύψιστη γενναιότητα και πίστη στην ελευθερία, την υπέθαλπε και το γεγονός ότι σε πολλές ελληνικές πόλεις υπήρχαν τύραννοι που είχαν δολοφονηθεί από παιδεραστές.

Τυραννοκτόνοι

Το διασηµότερο παράδειγµα είναι ο Ίππαρχος, ο γιος του Πεισίστρατου, που δολοφονήθηκε στην Αθήνα το 514 π.Χ. από το ερωτικό ζευγάρι του Αρµόδιου και του Αριστογείτονα, επειδή είχε προσπαθήσει να αποσπάσει τον Αρµόδιο από τον Αριστογείτονα. Οι απόγονοι αυτών των δύο τυραννοκτόνων φιλοξενούνταν στο πρυτανείο ως επίτιµοι πολίτες, κι έτσι γενιές ολόκληρες Αθηναίων έµαθαν να ταυτίζουν την παιδεραστία µε το θάρρος και το φιλότιµο. Το διπλό άγαλµα των δύο εραστών στήθηκε στην Ακρόπολη. Είναι ενδεικτικό ότι το πρώτο πολιτικό µνηµείο στην ιστορία της Ευρώπης είναι ταυτόχρονα και το πρώτο µνηµείο ενός ζευγαριού οµοφυλόφιλων.

Επισήµανση

Σε µία κανονική παιδεραστική σχέση, σε καµία περίπτωση ο ερώµενος δεν είχε το στίγµα της θηλυπρέπειας. Είναι γνωστό το σχετικό ανέκδοτο περί του σκανδαλώδους Αλκιβιάδη (φόβητρο αρχικά των γυναικών που φοβόντουσαν να µην χάσουν τον άνδρα τους και κατόπιν των ανδρών µήπως χάσουν τη γυναίκα τους).
Ωστόσο,  από  τα  σχετικά  συµφραζόµενα  των  σωζόµενων  κωµωδιών,προκύπτει ότι, όταν η σεξουαλική επαφή γινόταν δια του πρωκτού, και όχι διαµήρια, όπως ήταν το «κανονικό», εθεωρείτο µειωτική και ταπεινωτική για τον επιβαινόµενο συνεργό. Εξ ου και το σχετικό λεξιλόγιο: καταπύγων, ευρύπρωκτος.
Η περιφρόνηση, που αισθανόταν κάποιος για τον παθητικό partner της επαφής δια του πρωκτού, βρίσκεται θεµελιωµένη στην αντίληψη, ότι ο άνδρας µ’ αυτήν αναλαµβάνει γυναικείο ρόλο και συµπεριφέρεται θηλυπρεπώς. Όποιος ανεχόταν να του εφαρµόζεται αυτή η πρακτική ταπεινωνόταν κατεβαίνοντας στο επίπεδο της γυναίκας (είχε τη ρετσινιά του «γυναικωτού») και υποτασσόταν στον άλλο άνδρα ως σεξουαλικό αντικείµενο. Αυτό όµως δεν συµφωνούσε µε την αντίληψη περί ελευθέρου πολίτη.
Ενδεικτικό τού πόσο η ανδρική οµοφυλοφιλία ήταν σύµφυτο στοιχείο της ελληνικής κοινωνικής, καλλιτεχνικής και πολιτικής ζωής είναι ότι έχουµε ιστορικές µαρτυρίες για βασιλείς, ποιητές, φιλοσόφους, καλλιτέχνες που διατηρούσαν τέτοιους ερωτικούς δεσµούς: ο Σωκράτης µε τον Αλκιβιάδη, ο Πλάτων µε τον ∆ίωνα, ο Ευριπίδης µε τον Αγάθωνα, ο Σοφοκλής µε τον ∆ηµοφώντα, ο Θέογνις µε τον Κύρνο, ο σεβάσµιος και συντηρητικός Πίνδαρος µε τον Θεόξενο, ο Πτολεµαίος µε τον Γαλέστη.

Ετεροφυλικές σχέσεις

Απ’ όσα είπαµε µέχρι τώρα θα ήταν λάθος να συναχθεί το συµπέρασµα ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ερωτεύονταν τις γυναίκες. Πέραν όσων αναφέραµε, δεν υπάρχει αµφιβολία ότι οι Έλληνες της αρχαιότητας ήταν άνδρες όπως όλοι οι άλλοι άνδρες του κόσµου τούτου και πως οι γυναίκες δεν ήταν γι’ αυτούς απαραίτητες µόνο για την αναπαραγωγή και την συνεπαγόµενη διαιώνιση τού είδους.
Είναι διάσηµη η ρήση που αποδίδεται στον ∆ηµοσθένη (οι φιλόλογοι τον λέµε ψευδο-∆ηµοσθένη): «Εµείς οι άνδρες έχουµε τις παλλακίδες για την καθηµερινή φροντίδα του σώµατος, τις εταίρες για την ηδονή και τις νόµιµες συζύγους για να γεννούν παιδιά και να προσέχουν το σπίτι». Όσο κι αν υπάρχει µια ρητορική υπερβολή, φαίνεται πως αποδίδει εν πολλοίς την αλήθεια.

Γάµος

Οι παντρεµένες γυναίκες προορίζονταν – θα το πω για τους γερµανόφωνους– για τα τρία Κ: Kinder – Küche – Kirche ( παιδιά-κουζίνα-εκκλησία). Ο γάµος αποσκοπούσε στην αναπαραγωγή, και υπήρχε επαγρύπνηση για την αγνότητα της γυναίκας και µητέρας, επειδή τα παιδιά έπρεπε να είναι νόµιµα. Εάν µια γυναίκα βιαζόταν ή ξελογιαζόταν, το θύµα από νοµικής, εάν όχι και από ηθικής άποψης ήταν ο σύζυγος. Η µοιχεία ατίµωνε το σύζυγο και πατέρα, γιατί, όπως εξηγήσαµε, υπήρχε ο κίνδυνος να µεγαλώνουν νόθα παιδιά, άρα και µελλοντικοί κληρονόµοι. Ως εκ τούτου, ο σύζυγος είχε το δικαίωµα να σκοτώσει τον µοιχό χωρίς νοµικές συνέπειες, εάν συλλάµβανε το παράνοµο ζευγάρι επ’ αυτοφώρω. Συνηθέστερα δίωκε δικαστικά ή ταπείνωνε σωµατικά τον αντίπαλο του και έπαιρνε διαζύγιο από τη γυναίκα του που έτσι δυσφηµιζόταν. Ο σύζυγος µπορούσε να µοιχεύεται. Ο έγγαµος άνδρας που συνουσιάζεται µε τη γυναίκα ενός άλλου άνδρα γίνεται ένοχος απέναντί του. Αλλά δεν γίνεται ένοχος απέναντι στη γυναίκα του, γιατί αυτή δεν χάνει τίποτα µε το παραστράτηµά του.
Παρά τον κοινωνικό τους αποκλεισµό, οι γυναίκες είχαν ευκαιρίες να βγουν έξω από το σπίτι και να συναντήσουν τους εραστές τους, εάν είχαν αυτή την τάση. Η έµµονη ιδέα των ανδρών ήταν ότι οι γυναίκες ήταν µονίµως διψασµένες για σεξ και ότι θα έπρεπε να είναι υπό έλεγχο. Ήταν επιπόλαιες και ανεύθυνες, πάντοτε έτοιµες να υποκύψουν στον πειρασµό και δεν τις χαρακτήριζε ο αυτοέλεγχος των ανδρών.
Η παρθενία των κοριτσιών προστατευόταν µε ιδιαίτερη προσοχή, και ο γάµος συχνά κανονιζόταν κατά την έναρξη της εµµήνου ρύσεως ή και πριν από αυτήν.
Τέλος, θα πρέπει να πούµε ότι δεν ήταν δυνατόν να µην υπήρχαν γυναίκες που απολάµβαναν το έρωτα του συζύγου τους. Σώζονται πολλά επιτύµβια επιγράµµατα που αναφέρονται µε συγκίνηση στη συζυγική αγάπη. ∆εν µπορούµε να θεωρήσουµε όλα τα επιγράµµατα ανειλικρινή. Πχ.: 
Η Χαιρεστάτη βρίσκεται θαµένη σ’ αυτό τον τάφο. Όταν ζούσε,
Ο σύζυγός της την αγαπούσε. Όταν πέθανε τη θρήνησε.

Εξωσυζυγικές σχέσεις

Στο δίληµµα: ερωτική ηδονή ή συζυγική πίστη, οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται ότι προτιµούσαν το πρώτο.
Τα κορίτσια, όπως είπαµε, παντρεύονταν νωρίς στην ηλικία περίπου των 14 ετών, όταν εµφανιζόταν η έµµηνος ρύση. Οι άνδρες συνήθως γύρω στα 30, έπρεπε δηλαδή να περιµένουν διπλάσιο χρόνο. Αυτό σήµαινε ότι οι νεαρές παντρεµένες γυναίκες περιστοιχίζονταν από άνδρες της ηλικίας τους που θα παρέµεναν άγαµοι για πολλά ακόµη χρόνια. Καθήκον της γυναίκας ήταν να είναι πιστή στο σύζυγό της. Για τον άνδρα δεν υπήρχε ηθικός στιγµατισµός αν αναζητούσε την σεξουαλική ικανοποίηση εκτός γάµου. Θα έπρεπε µόνο να µην επιδεικνύει τις εξωσυζυγικές δραστηριότητες στη γυναίκα του. Επειδή όµως οι εξωσυζυγικές σχέσεις του µε την σύζυγο ενός πολίτη µπορεί να είχαν ακραίες συνέπειες, εάν αποκαλύπτονταν, µια εύκολη καταφυγή ήταν η πορνεία.

Πορνεία

Η πορνεία λειτουργούσε, πολύ περισσότερο απ’ ότι σήµερα, ως ένας θεσµός ρυθµιστικός για τη διοχέτευση σεξουαλικών δυνάµεων που ζητούσαν εκτόνωση, προστατεύοντας ταυτοχρόνως την κοινωνική ευταξία, διότι κρατούσε τους ακόµη άγαµους ή τους ήδη έγγαµους µακριά από τις θυγατέρες και τις συζύγους των αστών. Γι’ αυτό η πορνεία δεν ήταν ποινικοποιηµένη, αλλά την καλλιεργούσαν ως σηµαντική διασκέδαση των ανδρών.

Πορνεία ασκούσαν:
  1. Οι πόρνες, οι οποίες είχαν κάποια νοµική προστασία από τους νόµους και έπρεπε να πληρώνουν φόρους, είτε ως ιδιώτες είτε ως εργαζόµενες σε πορνείο.
  2. Οι παλλακίδες, οι οποίες ήταν ερωµένες και δούλες µαζί. Η παράνοµη συµβίωση ήταν προφανώς ακριβότερη από τις περιστασιακές σχέσεις και αποτελούσε προνόµιο των πλουσίων.
  3. Οι εταίρες, πόρνες πολυτελείας, βρισκόταν στην ανώτερη βαθµίδα της πορνείας. Ήταν γυναίκες συνοδοί, που σε πολλές περιπτώσεις διέθεταν µόρφωση και γι’ αυτό µπορούσαν να συµµετάσχουν µε αξιώσεις σε µια ανδρική παρέα. ∆ιάσηµη η Ασπασία, που είχε έλθει από τη Μίλητο.
  4. Πολύ µικρότερη φήµη είχαν οι κοπέλες που πληρώνονταν για να εξυπηρετούν τους άνδρες στα συµπόσια. Θα έπρεπε να παίζουν µουσικά όργανα και να χορεύουν, και η βραδιά θα ολοκληρωνόταν µε τις σεξουαλικές υπηρεσίες τους στους άνδρες που κάθονταν στα ανάκλιντρα.
Τώρα,  σε ό,τι αφορά τους τρόπους της γενετήσιας επαφής, όπως όπως βλέπουµε στις µαρτυρίες, τα πάντα πρωκτού, πεολειχία απεικονίσεις των αγγείων και διαβάζουµε στις φιλολογικές εγένοντο: συνουσία δια του κόλπου, συνουσία δια του αιδοιολειχία, οµαδικές συνευρέσεις.

Έλεγχος των γεννήσεων

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι η πορνεία χρησίµευε και ως παράγοντας ελέγχου των γεννήσεων.
Άλλοι τρόποι οικογενειακού προγραµµατισµού ήταν:
  • Αντισύλληψη: υπολογισµός γόνιµων ηµερών (λανθασµένος), διακεκοµµένη συνουσία, διάφορα ανορθολογιστικά µέσα: µάγια, φυλαχτά (Πολλοί θεωρούσαν ότι η αποτροπή της εγκυµοσύνης είναι πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο).
  • Έκτρωση: καθαρτικά διαφόρων ειδών, πίεση στην κοιλιακή χώρα, δυνατά άλµατα, διαδροµή πάνω σε κάρο στους ανώµαλους ελληνικούς δρόµους.
  • Έκθεση των βρεφών κυρίως των κοριτσιών, λόγω προίκας (Νέα Κωµωδία) και σπανιότερα παιδοκτονία.
Λεσβιακός έρωτας

Για τη γυναικεία οµοφυλοφιλία έχουµε πολύ λίγα στοιχεία, κι αυτό εξ αιτίας της ανδροκρατικής κοινωνίας που ασχολήθηκε φιλολογικά και εικαστικά µε ό,τι έκαναν κατά βάση οι άνδρες.
Είναι γνωστή βέβαια η περίπτωση της Σαπφώς στη Λέσβο. Στη Σπάρτη, το φαινόµενο πρέπει να ήταν ευρύτατα διαδεδοµένο. Το γεγονός ότι οι γυναίκες συνδέονταν ερωτικά ήταν αποδεκτό ως µέρος της ζωής, αλλά σ’ αυτή τη σχέση δεν αποδιδόταν η σηµασία που είχε η αντίστοιχη σχέση των ανδρών.

Αυτοϊκανοποίηση

Όλα αυτά που λέµε ισχύουν εάν κάποιος έχει ερωτικό σύντροφο. Η σεξουαλική αυτοϊκανοποίηση φαίνεται ότι ήταν η έσχατη λύση για όσους δεν είχαν σύντροφο, άνδρες και γυναίκες. Τόσο στους κωµωδιογράφους όσο και στα αγγεία έχουµε αναπαραστάσεις µε άνδρες «εν δράσει». Οι µοναχικές γυναίκες, παρ’ όλο που τα στοιχεία δεν είναι πολλά, φαίνεται ότι χρησιµοποιούσαν ένα υποκατάστατο πέους, έναν τεχνητό φαλλό, τον όλισβον. Ο όλισβος φτιαχνόταν συνήθως από (φουσκωµένο) δέρµα και πριν από τη χρήση έπρεπε να αλειφτεί µε λάδι.
Γυναίκες και άνδρες, όταν συµµετέχουν σε σκηνές οµαδικού σεξ και τυχαίνει να µην έχουν επαφή, εικονίζονται ορισµένες φορές να αυτοϊκανοποιούνται για παρηγοριά.

Εν κατακλείδι

Τα ερωτικά ήθη και η σεξουαλική συµπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, που προσπάθησα να σας εξηγήσω προηγουµένως, συµπλέκονται αναγκαστικά µε την λειτουργία της ελληνικής πόλεως.
Ιδιαιτέρως το πιο ιδιόρρυθµο για µας σήµερα φαινόµενο ερωτισµού, εκείνο του παιδικού έρωτα, τροφοδοτούνταν και κέρδιζε τη ζωτικότητά του µέσα από τους δεσµούς των ελεύθερων πολιτών. Όταν από τον 4ο π.Χ. οι ελληνικές πόλεις αρχίζουν να φθίνουν, όταν η αθηναϊκή δηµοκρατία αποτελεί παρελθόν, όταν ο Αλέξανδρος καταβροχθίζει την Ελλάδα και την Ανατολή και οι επίγονοι του εγκαθιδρύουν αχανή µοναρχικά βασίλεια, ένας άλλος κόσµος αναδύεται. ∆εν θα πω καλύτερος ή χειρότερος. ∆εν έχει άλλωστε νόηµα. Πάντως ένας κόσµος τελείως διαφορετικός. Με τον κοσµοπολιτισµό του, την γοητεία τής «παρακµής» και τα πάθη του.
Σ’  αυτόν τον καινούργιο,  ελληνιστικό κόσµο ο πολίτης γίνεται άτοµο.  Ο παιδικός έρωτας, ο κατ’ εξοχήν ελληνικός έρωτας, έχασε κάθε παιδαγωγική λειτουργία. Είχε κάνει τον κύκλο του. Έτσι η κοινωνική και παιδαγωγική αποστολή, που εξωράιζε ή συγχωρούσε το παρά φύσιν εξέλιπε και έµεινε µόνο το πάθος. Σ’ αυτήν την κατάσταση τον παρέλαβαν οι Ρωµαίοι, αυτόν καταδίκασε αυστηρά ο Χριστιανισµός.

Επίλογος

Ίσως σε µερικούς σηµερινούς Έλληνες – όχι ίσως, είναι βέβαιο– όλα αυτά να ακούγονται ως µία αποµυθοποίηση των αρχαίων Ελλήνων, γι’ αυτό και αντιδρούν κατά καιρούς.
Θα πρέπει, αν εκτιµάµε το παρελθόν µας, πρώτα-πρώτα να το γνωρίσουµε καλά, χωρίς ρητορικούς στόµφους και εθνικιστικές εξάρσεις. Θα πρέπει επίσης να καταλάβουµε ότι ο αρχαιοελληνικός κόσµος δεν είναι πρότυπο για µίµηση – δεν θα ήταν δυνατόν να είναι. Είναι ένας κόσµος προκλητικά ενδιαφέρων στον οποίο ο άνθρωπος των νεώτερων χρόνων βρήκε να ενυπάρχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισµού. Γι’ αυτό ακριβώς οι ξένοι, οι ∆υτικοί δηλαδή, τον µελετούν και τον σπουδάζουν.
             *  *  *
Προσπαθήσαµε να βάλουµε στα όρια µιας οµιλίας το ωραιότερο, ευγενέστερο και γλυκύτερο συναίσθηµα του ανθρώπου, τον Έρωτα – όπως αυτό µαρτυρείται σε µια κοινωνία µιας εποχής. Ποιος φιλόλογος όµως, ποιος ιστορικός και ποιος αρχαιογνώστης µπορεί να µας µιλήσει για τους ανεκπλήρωτους πόθους και τις ερωτικές φαντασιώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Κανείς! Ο Έρωτας δεν πιάνεται! 

Κείμενο -Εισήγηση του Βασίλειου Π. Βερτουδάκη



Επιλογή βιβλιογραφίας για το θέµα:
E. Borneman, H πατριαρχία, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 1988. [Ογκώδες και καταιγιστικό σε πληροφορίες βιβλίο. Αναπτύσσει εξαντλητικά την επιστηµονική υπόθεση περί µητριστικών κοινωνιών. Η θεώρησή του είναι µαρξιστική].
L. Brisson, Το αµφίβολο φύλο. Ανδρογυνία και ερµαφροδιτισµός στην ελληνορωµαϊκή αρχαιότητα, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 2003.
K. J. Dover, Η οµοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. Χιωτέλλη) 1990. [Βιβλίο µεγάλης επιστηµοσύνης, εξαντλεί το θέµα, µε µεγάλη έµφαση στις πηγές. Πλούσια εικονογράφηση].
Α. Λεντάκης, Ο Έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα, 4 τόµοι, Αθήνα (εκδ. Καστανιώτη) 1997-99.
Mossé, Η γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ. Παπαδήµα) 42004. [Πολύ αξιόλογο βιβλίο για τη θέση της γυναίκας]. Περιοδικό Αρχαιολογία,  τεύχος 10,  Φεβρ.  1984.  [Ωραίο αφιέρωµα µε πλούσια εικονογράφηση από αγγεία].
Reinsberg, Γάµος, εταίρες και παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα (εκδ.  Παπαδήµα) 1999. [Πολύ καλό, προσιτό, ευσύνοπτο και κατατοπιστικό εγχειρίδιο για το θέµα, µε εικονογράφηση].
B. Sergent, Οµοφυλοφιλία στην ελληνική µυθολογία, Αθήνα (εκδ. Χατζηνικολή) 1985.
B. Sparkes, Ελληνικός πολιτισµός, Αθήνα (εκδ. Καρδαµίτσα) 2002, σσ. 297-313.
Ι. Συκουτρής, Πλάτωνος Συµπόσιον. Κείµενον, µετάφρασις και ερµηνεία, Αθήνα (εκδ. Εστία) 71982. [Μνηµειώδης και τολµηρή έκδοση για τα ελληνικά δεδοµένα της εποχής, 1η έκδοση 1934].
R. Tannahill, Ιστορία των σεξουαλικών ηθών, Αθήνα (εκδ. Τραυλός) 1998.

V. Vanoyeke, Η πορνεία στην Ελλάδα και στη Ρώµη, Αθήνα (εκδ. Παπαδήµα) 1996.

                                                                                                              "Vaia"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου